χαράσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χαράσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαράσσω με ρίζα χαρακ- (*χαρακ-jω) → δείτε και τη λέξη χάραξ
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaˈɾa.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ράσ‐σω
Ρήμα
χαράσσω, αόρ.: χάραξα, παθ.φωνή: χαράσσομαι, π.αόρ.: χαράχθηκα, μτχ.π.π.: χαραγμένος
- (λόγιο) λογιότερη μορφή του χαράζω
- Η πολιτική χαράσσεται
Σύνθετα
- αναχαράσσω, αναχαράσσομαι
- διαχαράσσω, διαχαράσσομαι
- εγχαράσσω, εγχαράσσομαι
- επιχαράσσω, επιχαράσσομαι
- παραχαράσσω, παραχαράσσομαι
- περιχαράσσω, περιχαράσσομαι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χάρακας
Μεταφράσεις
χαράσσω
|
Πηγές
- χαράσσω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χᾰράσσω < *χαρακ-jω < χάραξ (γενική: χάρακ-ος). Κατά μία άποψη, προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰer- (γρατσουνώ, ξύνω). Κατ' άλλη άποψη, σημιτικής προέλευσης με συγγενή την εβραϊκή חָרַץ (ḥāraṣ, ακονίζω). Το ρήμα απαντά νωρίτερα από το χάραξ.
- Ομόρριζα: χαρακτήρ, χαράδρα, → και δείτε τη λέξη χάραξ
Ρήμα
χᾰράσσω & αττικός τύπος : χαράττω
Σύνθετα
- ἀμφιχαράσσω
- ἀναχαράσσω
- ἀποχαράσσω
- διαχαράσσω
- ἐγχαράσσω
- ἐκχαράσσω
- ἐπιχαράσσω
- καταχαράσσω
- μεταχαράσσω
- παραχαράσσω
- περιχαράσσω
- προεγχαράσσω
- προπεριχαράσσω
- προσεπιχαράσσω
- προχαράσσω
- συγχαράσσω
- ὑποχαράσσω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χάραξ
Πηγές
- χαράσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαράσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.