χαράσσω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαράσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαράσσω με ρίζα χαρακ- (*χαρακ-jω)  δείτε και τη λέξη χάραξ

Προφορά

ΔΦΑ : /xaˈɾa.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαράσσω

Ρήμα

χαράσσω, αόρ.: χάραξα, παθ.φωνή: χαράσσομαι, π.αόρ.: χαράχθηκα, μτχ.π.π.: χαραγμένος

  • (λόγιο) λογιότερη μορφή του χαράζω
    Η πολιτική χαράσσεται

Σύνθετα

Συγγενικά

Κλίση

Κοινοί τύποι με το χαράζω: θέματα με χαρακ-, χαραξ-, χαραγ-

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χᾰράσσω < *χαρακ-jω < χάραξ (γενική: χάρακ-ος). Κατά μία άποψη, προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰer- ‎(γρατσουνώ, ξύνω). Κατ' άλλη άποψη, σημιτικής προέλευσης με συγγενή την εβραϊκή חָרַץ (ḥāraṣ, ακονίζω). Το ρήμα απαντά νωρίτερα από το χάραξ.
Ομόρριζα: χαρακτήρ, χαράδρα,  και δείτε τη λέξη χάραξ

Ρήμα

χᾰράσσω & αττικός τύπος: χαράττω

  1. οξύνω κάτι, το ακονίζω
  2. σχίζω
  3. χαράζω
  4. αυλακώνω
  5. επιγράφω και γράφω
  6. οξύνομαι, χαράζομαι, σχίζομαι

Σύνθετα

  • ἀμφιχαράσσω
  • ἀναχαράσσω
  • ἀποχαράσσω
  • διαχαράσσω
  • ἐγχαράσσω
  • ἐκχαράσσω
  • ἐπιχαράσσω
  • καταχαράσσω
  • μεταχαράσσω
  • παραχαράσσω
  • περιχαράσσω
  • προεγχαράσσω
  • προπεριχαράσσω
  • προσεπιχαράσσω
  • προχαράσσω
  • συγχαράσσω
  • ὑποχαράσσω

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.