σχηματίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σχηματίζω < αρχαία ελληνική σχηματίζω

Ρήμα

σχηματίζω , πρτ.: σχημάτιζα, στ.μέλλ.: θα σχηματίσω, αόρ.: σχημάτισα, παθ.φωνή: σχηματίζομαι, μτχ.π.π.: σχηματισμένος

  1. δημιουργώ κάτι ολοκληρωμένο από επιμέρους στοιχεία, φτιάχνω κάτι
    το σπερματοζωάριο ενώνεται με το ωάριο για να σχηματίσει ένα νέο κύτταρο
    ο δάσκαλος ζήτησε από τα παιδιά να σχηματίσουν προτάσεις με το λεξιλόγιο της ενότητας
    ο εντολοδόχος πρωθυπουργός δεν μπόρεσε να σχηματίσει κυβέρνηση
  2. καταλήγω κάπου συνδυάζοντας επιμέρους δεδομένα
     συνώνυμα: διαμορφώνω
    δεν έχω σχηματίσει ακόμα άποψη
    έχω σχηματίσει την εντύπωση ότι ...
  3. σχεδιάζω ένα σχήμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.