διαμορφώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαμορφώνω < ελληνιστική κοινή διαμορφόω / διαμορφῶ < διά + μορφόω / μορφῶ < αρχαία ελληνική μορφή

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.moɾˈfo.no/ & /ðʝa.moɾˈfo.no/

Ρήμα

διαμορφώνω (παθητική φωνή: διαμορφώνομαι)

  1. διαπλάθω ηθικά ή πνευματικά
  2. σχηματίζω, δίνω σε κάτι μορφή

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.