χαράζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χαράζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαράζω < αρχαία ελληνική χαράσσω
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaˈɾa.zo/
Ρήμα
χαράζω και χαράσσω, πρτ.: χάραζα και χάρασσα, στ.μέλλ.: θα χαράξω, αόρ.: χάραξα, παθ.φωνή: χαράζομαι, μτχ.π.π.: χαραγμένος
- (μεταβατικό) δημιουργώ μια σχετικά βαθιά τομή (χαρακιά) στην επιφάνεια ενός αντικειμένου με οξύ όργανο
- γράφω ή σχεδιάζω κάτι σε σκληρή επιφάνεια χρησιμοποιώντας οξύ όργανο
- (μεταφορικά) εντυπώνω
- ο χρόνος χάραξε βαθιά στην καρδιά μας αυτά τα τραγούδια
- σχεδιάζω / φέρω μια ευθεία γραμμή με τη βοήθεια γεωμετρικού οργάνου (χάρακα)
- (μεταβατικό) σχεδιάζω ένα δρόμο ή (μεταφορικά) μια πορεία
- το κόμμα μας φιλοδοξεί να χαράξει μια νέα πορεία για τον τόπο
- (στο γ΄ ενικό) χαράζει: αρχίζει μόλις η καινούρια μέρα, ξημερώνει
- μόλις χάραξε, σηκώθηκα για τη δουλειά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.