γήινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γήινος | η | γήινη | το | γήινο |
| γενική | του | γήινου | της | γήινης | του | γήινου |
| αιτιατική | τον | γήινο | τη | γήινη | το | γήινο |
| κλητική | γήινε | γήινη | γήινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γήινοι | οι | γήινες | τα | γήινα |
| γενική | των | γήινων | των | γήινων | των | γήινων |
| αιτιατική | τους | γήινους | τις | γήινες | τα | γήινα |
| κλητική | γήινοι | γήινες | γήινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γήινος < γη
Επίθετο
γήινος, -η, -ο
Ουσιαστικό
γήινος αρσενικό
- ο κάτοικος του πλανήτη Γη
Μεταφράσεις
γήινος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.