γήινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γήινος η γήινη το γήινο
      γενική του γήινου της γήινης του γήινου
    αιτιατική τον γήινο τη γήινη το γήινο
     κλητική γήινε γήινη γήινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γήινοι οι γήινες τα γήινα
      γενική των γήινων των γήινων των γήινων
    αιτιατική τους γήινους τις γήινες τα γήινα
     κλητική γήινοι γήινες γήινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γήινος < γη

Επίθετο

γήινος, -η, -ο

  1. που αναφέρεται στη γη
    γήινα χρώματα
  2. ο επί της γης, ο εγκόσμιος
    γήινες απολαύσεις
     συνώνυμα: επίγειος

Μεταφράσεις



Ουσιαστικό

γήινος αρσενικό

  1. ο κάτοικος του πλανήτη Γη

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γήινος < γῆ

Επίθετο

γήινος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.