χασμούρημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χασμούρημα τα χασμουρήματα
      γενική του χασμουρήματος των χασμουρημάτων
    αιτιατική το χασμούρημα τα χασμουρήματα
     κλητική χασμούρημα χασμουρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χασμούρημα < χασμουριέμαι

Ουσιαστικό

χασμούρημα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του ρήματος χασμουριέμαι
    Μια θεωρία για την ερμηνεία του ανακλαστικού του χασμουρήματος είναι ότι δροσίζει τον εγκέφαλο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.