χασμούρημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χασμούρημα | τα | χασμουρήματα |
| γενική | του | χασμουρήματος | των | χασμουρημάτων |
| αιτιατική | το | χασμούρημα | τα | χασμουρήματα |
| κλητική | χασμούρημα | χασμουρήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χασμούρημα < χασμουριέμαι
Ουσιαστικό
χασμούρημα ουδέτερο
- η ενέργεια του ρήματος χασμουριέμαι
- Μια θεωρία για την ερμηνεία του ανακλαστικού του χασμουρήματος είναι ότι δροσίζει τον εγκέφαλο
Συνώνυμα
- χασμουρητό όταν επαναλαμβάνεται το χασμούρημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.