κείμενο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κείμενο | τα | κείμενα |
| γενική | του | κείμενου & κειμένου |
των | κείμενων & κειμένων |
| αιτιατική | το | κείμενο | τα | κείμενα |
| κλητική | κείμενο | κείμενα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κείμενο < ελληνιστική κοινή κείμενον < αρχαία ελληνική κεῖμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey- (κείμαι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.me.no/
Ουσιαστικό
κείμενο ουδέτερο
- μεγαλύτερο ή μικρότερο σύνολο γραπτών φράσεων, που συνήθως έχουν ολοκληρωμένο νόημα
- η πρωτότυπη γραπτή αποτύπωση αρχαιοελληνικού ή ξενόγλωσσου λόγου, συνήθως σε αντιπαραβολή με τη μετάφρασή τους
- (πληροφορική) δεδομένα με αλφαριθμητικούς χαρακτήρες αναγνώσιμους από άνθρωπο
- αντώνυμο: δυαδικά δεδομένα
Συγγενικά
- κειμενάκι
- κειμενικός
- συγκειμενικός
- συγκείμενο
- συγκείμενος
- → δείτε τη λέξη κείμαι
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
Εκφράσεις
- εκτός κειμένου
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.