συνεννόηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνεννόηση | οι | συνεννοήσεις |
| γενική | της | συνεννόησης* | των | συνεννοήσεων |
| αιτιατική | τη | συνεννόηση | τις | συνεννοήσεις |
| κλητική | συνεννόηση | συνεννοήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συνεννοήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνεννόηση < συνεννοούμαι + -ση
Ουσιαστικό
συνεννόηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνεννοούμαι
- ο διάλογος, συζήτηση μεταξύ δύο η περισσότερων μερών, προκειμένου να παρθεί μια απόφαση
- η επικοινωνία
- η αλληλοκατανόηση
Συγγενικά
- ασυνεννοησία
- ενδοσυνεννόηση
- προσυνεννόηση
- → δείτε τη λέξη συνεννοούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.