χαράδρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαράδρα | οι | χαράδρες |
| γενική | της | χαράδρας | των | χαραδρών |
| αιτιατική | τη | χαράδρα | τις | χαράδρες |
| κλητική | χαράδρα | χαράδρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαράδρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαράδρα
Ουσιαστικό
χαράδρα θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
χαράδρα < χαράσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
χαράδρα θηλυκό ( & ιωνικός τύπος χαράδρη)
- ορμητικά νερά από βροχή που τρέχουν ακανόνιστα ανοίγοντας χειμάρρους
- κοίτη χειμάρρου, χαράδρα
- ※ εὕδουσι δ΄ ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραγγες
πρώονές τε καὶ χαράδραι- Kοιμούνται κορφοβούνια και φαράγγια,
και ρεματιές κοιμούνται και ψηλώματα, (Αλκμάν, Μετάφραση: Ιωάννης Θεοφάνους Κακριδής) - Διδακτικό εγχειρίδιο: Αλκμάν με τρεις μεταφράσεις - Αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Kοιμούνται κορφοβούνια και φαράγγια,
- ※ εὕδουσι δ΄ ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραγγες
- τεχνητός αγωγός νερών
Παράγωγα
Συγγενικά
- ἐκχαραδρόω
- χάραδος
- Χαράδρα
- χαραδραία
- χαραδραία
- χαραδραῖος
- χαράδρειον
- χαραδρεών
- χαράδρη
- χαραδρήεις
- χαράδριον
- χαραδριός
- χαραδρόομαι
- χάραδρος
- χαραδρώδης
→ και δείτε τη λέξη χαράσσω
Πηγές
- χαράδρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαράδρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.