χαραγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαραγμένος | η | χαραγμένη | το | χαραγμένο |
| γενική | του | χαραγμένου | της | χαραγμένης | του | χαραγμένου |
| αιτιατική | τον | χαραγμένο | τη | χαραγμένη | το | χαραγμένο |
| κλητική | χαραγμένε | χαραγμένη | χαραγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαραγμένοι | οι | χαραγμένες | τα | χαραγμένα |
| γενική | των | χαραγμένων | των | χαραγμένων | των | χαραγμένων |
| αιτιατική | τους | χαραγμένους | τις | χαραγμένες | τα | χαραγμένα |
| κλητική | χαραγμένοι | χαραγμένες | χαραγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χαράσσω και χαράζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.ɾaɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ραγ‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : χα‐ρα‐γμέ‐νος
Μετοχή
χαραγμένος, -η, -ο
- που τον έχουν χαράξει, που επάνω του έχει εντυπωθεί κάτι όχι επιφανειακά αλλά σε κάποιο βάθος
- Βρήκα το καπό του αυτοκινήτου χαραγμένο
- Οι χαραγμένες ελιές
- Η φράση είναι χαραγμένη στον τάφο του πατέρα μου
- (μεταφορικά) που έχει εντυπωθεί έντονα, ανεξίτηλα
- Η ανάμνηση αυτή είναι βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χαράζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.