χαράκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαράκι | τα | χαράκια |
| γενική | του | χαρακιού | των | χαρακιών |
| αιτιατική | το | χαράκι | τα | χαράκια |
| κλητική | χαράκι | χαράκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαράκι < χαρακάκι (υποκοριστικό του χάρακας) με απλολογία [ka.ci] > [ci][1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaˈɾa.ci/
Ουσιαστικό
χαράκι ουδέτερο
Συγγενικά
- Χαράκι (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
χαράκι
|
Αναφορές
- χαράκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.