χάραγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάραγμα τα χαράγματα
      γενική του χαράγματος των χαραγμάτων
    αιτιατική το χάραγμα τα χαράγματα
     κλητική χάραγμα χαράγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάραγμα < αρχαία ελληνική χάραγμα

Ουσιαστικό

χάραγμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του χαράζω
  2. αυτό που αποτυπώνεται σε μια επιφάνεια όταν τη χαράζουμε, πχ μια λέξη ή ένα σχήμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χάραγμα < χαράσσω

Ουσιαστικό

χάραγμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του χαράσσω, η χάραξη, το χάραγμα
  2. χαρακτηριστικό σχέδιο που έχει γίνει σε ζώο ή άνθρωπο, ιδιαίτερα δούλου, με έγκαυμα του δέρματος
  3. γραφή, επιγραφή
  4. νόμισμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.