χάραξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| χᾰρᾰκ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | χάραξ | οἱ | χάρακες | |
| γενική | τοῦ | χάρακος | τῶν | χαράκων | |
| δοτική | τῷ | χάρακῐ | τοῖς | χάραξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | χάρακᾰ | τοὺς | χάρακᾰς | |
| κλητική ὦ! | χάραξ | χάρακες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χάρακε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | χαράκοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- χάραξ < → δείτε τη λέξη χαράσσω για το θέμα χᾰρᾰκ-
Ουσιαστικό
χάραξ
- μυτερός πάσσαλος
- ράβδος με διχάλα για να στερεώνονται τα αμπέλια
- φράγμα
- στρατόπεδο περιφραγμένο με πασσάλους
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
χαρακ-, χαραγ-, χαραξ-
χαρακ-, χαραγ-, χαραξ-
με θέμα χαρακ-
- ἀπαραχάρακτος
- ἀποχαρακόω
- ἀρτιχάρακτος
- αὐτοχάρακτος
- ἀχάρακτος
- ἀχαράκωτος
- διαχαρακτηρίζω
- διχάρακτος
- ἐγχαρακτέον
- εὐχαράκτηρος
- εὐχάρακτος
- μεταχαρακτηρισμός
- μεταχαρακτηρίζω
- νεοχάρακτος
- παλαιοχάρακτος
- παραχαρακτής
- περιχαρακόω
- περιχαρακτέον
- περιχαρακτήρ
- περιχαρακτικός
- περιχαράκωμα
- πολυχάρακτος
- προσχαρακτηρικῶς
- τριχάρακτος
- Χαρακηνός
- χαρακίας
- χαρακίδες
- χαράκιον
- χαρακισμός
- χαρακίτης
- χαρακίζω
- χαρακμή
- χαρακοβολία
- χαρακολογέω
- χαρακοποιέομαι
- χαρακοποιία
- χαρακόω
- χαρακτήρ & συγγενικά
- χαράκτης
- χαρακτός
- χαράκωμα
- χαρακών
- χαράκωσις
|
με θέμα χαρακ- + σ > χαραξ-
|
με θέμα χαρακ- > χαραγ-
|
με θέμα χαραδ-
με θέμα χαρασσ- |
Πηγές
- χάραξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χάραξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.