χάραξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χᾰρᾰκ-
ονομαστική χάραξ οἱ χάρακες
      γενική τοῦ χάρακος τῶν χαράκων
      δοτική τῷ χάρακ τοῖς χάραξ(ν)
    αιτιατική τὸν χάρακ τοὺς χάρακᾰς
     κλητική ! χάραξ χάρακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χάρακε
γεν-δοτ τοῖν  χαράκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάραξ <  δείτε τη λέξη χαράσσω για το θέμα χᾰρᾰκ-

Ουσιαστικό

χάραξ

  1. μυτερός πάσσαλος
  2. ράβδος με διχάλα για να στερεώνονται τα αμπέλια
  3. φράγμα
  4. στρατόπεδο περιφραγμένο με πασσάλους

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
χαρακ-, χαραγ-, χαραξ- 

με θέμα χαρακ-

  • ἀπαραχάρακτος
  • ἀποχαρακόω
  • ἀρτιχάρακτος
  • αὐτοχάρακτος
  • ἀχάρακτος
  • ἀχαράκωτος
  • διαχαρακτηρίζω
  • διχάρακτος
  • ἐγχαρακτέον
  • εὐχαράκτηρος
  • εὐχάρακτος
  • μεταχαρακτηρισμός
  • μεταχαρακτηρίζω
  • νεοχάρακτος
  • παλαιοχάρακτος
  • παραχαρακτής
  • περιχαρακόω
  • περιχαρακτέον
  • περιχαρακτήρ
  • περιχαρακτικός
  • περιχαράκωμα
  • πολυχάρακτος
  • προσχαρακτηρικῶς
  • τριχάρακτος
  • Χαρακηνός
  • χαρακίας
  • χαρακίδες
  • χαράκιον
  • χαρακισμός
  • χαρακίτης
  • χαρακίζω
  • χαρακμή
  • χαρακοβολία
  • χαρακολογέω
  • χαρακοποιέομαι
  • χαρακοποιία
  • χαρακόω
  • χαρακτήρ & συγγενικά
  • χαράκτης
  • χαρακτός
  • χαράκωμα
  • χαρακών
  • χαράκωσις

με θέμα χαρακ- + σ > χαραξ-

  • ἀναχάραξις
  • ἀποχάραξις
  • διαχάραξις
  • ἐγχάραξις
  • παραχαράξιμος
  • περιχάραξις
  • χαραξίποντος
  • χάραξις
  • ὠμοχάραξ

με θέμα χαρακ- > χαραγ-

με θέμα χαραδ-

με θέμα χαρασσ-

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.