χαρακτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαρακτικός | η | χαρακτική | το | χαρακτικό |
| γενική | του | χαρακτικού | της | χαρακτικής | του | χαρακτικού |
| αιτιατική | τον | χαρακτικό | τη | χαρακτική | το | χαρακτικό |
| κλητική | χαρακτικέ | χαρακτική | χαρακτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαρακτικοί | οι | χαρακτικές | τα | χαρακτικά |
| γενική | των | χαρακτικών | των | χαρακτικών | των | χαρακτικών |
| αιτιατική | τους | χαρακτικούς | τις | χαρακτικές | τα | χαρακτικά |
| κλητική | χαρακτικοί | χαρακτικές | χαρακτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
χαρακτικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην τέχνη του χαράκτη, στην τέχνη της εγχάραξης μιας σκληρής επίπεδης, κυλινδρικής ή άλλου είδους επιφάνειας, με σκοπό τη δημιουργία διακοσμητικών σχεδίων σε αυτήν
Μεταφράσεις
χαρακτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.