χαράκτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαράκτρια | οι | χαράκτριες |
| γενική | της | χαράκτριας | των | χαρακτριών |
| αιτιατική | τη | χαράκτρια | τις | χαράκτριες |
| κλητική | χαράκτρια | χαράκτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαράκτρια < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.