περιχαρακώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιχαρακώνω < αρχαία ελληνική περιχαρακόω < περί + χαρακόω (< χάραξ)
Ρήμα
περιχαρακώνω (παθητική φωνή: περιχαρακώνομαι)
- προστατεύω ή οχυρώνω περιμετρικά με χαράκωμα
- (μεταφορικά) απομονώνομαι από ένα περιβάλλον που το θεωρώ εχθρικό
Συγγενικά
- περιχαράκωμα
- περιχαρακωμένος
- περιχαράκωση
- → δείτε τις λέξεις περί, χαρακώνω και χάρακας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιχαρακώνω | περιχαράκωνα | θα περιχαρακώνω | να περιχαρακώνω | περιχαρακώνοντας | |
| β' ενικ. | περιχαρακώνεις | περιχαράκωνες | θα περιχαρακώνεις | να περιχαρακώνεις | περιχαράκωνε | |
| γ' ενικ. | περιχαρακώνει | περιχαράκωνε | θα περιχαρακώνει | να περιχαρακώνει | ||
| α' πληθ. | περιχαρακώνουμε | περιχαρακώναμε | θα περιχαρακώνουμε | να περιχαρακώνουμε | ||
| β' πληθ. | περιχαρακώνετε | περιχαρακώνατε | θα περιχαρακώνετε | να περιχαρακώνετε | περιχαρακώνετε | |
| γ' πληθ. | περιχαρακώνουν(ε) | περιχαράκωναν περιχαρακώναν(ε) |
θα περιχαρακώνουν(ε) | να περιχαρακώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περιχαράκωσα | θα περιχαρακώσω | να περιχαρακώσω | περιχαρακώσει | ||
| β' ενικ. | περιχαράκωσες | θα περιχαρακώσεις | να περιχαρακώσεις | περιχαράκωσε | ||
| γ' ενικ. | περιχαράκωσε | θα περιχαρακώσει | να περιχαρακώσει | |||
| α' πληθ. | περιχαρακώσαμε | θα περιχαρακώσουμε | να περιχαρακώσουμε | |||
| β' πληθ. | περιχαρακώσατε | θα περιχαρακώσετε | να περιχαρακώσετε | περιχαρακώστε | ||
| γ' πληθ. | περιχαράκωσαν περιχαρακώσαν(ε) |
θα περιχαρακώσουν(ε) | να περιχαρακώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω περιχαρακώσει | είχα περιχαρακώσει | θα έχω περιχαρακώσει | να έχω περιχαρακώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις περιχαρακώσει | είχες περιχαρακώσει | θα έχεις περιχαρακώσει | να έχεις περιχαρακώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει περιχαρακώσει | είχε περιχαρακώσει | θα έχει περιχαρακώσει | να έχει περιχαρακώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιχαρακώσει | είχαμε περιχαρακώσει | θα έχουμε περιχαρακώσει | να έχουμε περιχαρακώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε περιχαρακώσει | είχατε περιχαρακώσει | θα έχετε περιχαρακώσει | να έχετε περιχαρακώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν περιχαρακώσει | είχαν περιχαρακώσει | θα έχουν περιχαρακώσει | να έχουν περιχαρακώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.