χαράκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαράκτης | οι | χαράκτες |
| γενική | του | χαράκτη | των | χαρακτών |
| αιτιατική | τον | χαράκτη | τους | χαράκτες |
| κλητική | χαράκτη | χαράκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαράκτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαράκτης & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική graveur [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaˈɾa.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρά‐κτης
Ουσιαστικό
χαράκτης αρσενικό (θηλυκό χαράκτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται με την τέχνη της εγχάραξης μιας σκληρής επίπεδης, κυλινδρικής ή άλλου είδους επιφάνειας, με σκοπό τη δημιουργία διακοσμητικών σχεδίων σε αυτή την επιφάνεια
Σύνθετα
- αυλακοχαράκτης
- λιθοχαράκτης
- παραχαράκτης, παραχαράκτρια
- κρυσταλλοχαράκτης, κρυσταλλοχαράκτρια
- φωτοχαρακτική
- → και δείτε τη λέξη χαρακτήρας
Αναφορές
- χαράκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| χᾰρακτα- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ | χαράκτης | οἱ | ...?...αι | ||||
| γενική | τοῦ | χαράκτου | τῶν | χαρακτῶν | ||||
| δοτική | τῷ | χαράκτῃ | τοῖς | χαράκταις | ||||
| αιτιατική | τὸν | χαράκτην | τοὺς | χαράκτᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | ...?...ᾰ | ...?...αι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαράκτᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | χαράκταιν | ||||||
| Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα ώστε να γίνει σωστά ο τονισμός. | ||||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - 1η κλίση, ομάδα «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- χαράκτης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χαράσσω, θέμα χαρακ- + -της
Σύνθετα
- παραχαράκτης, παραχαρακτής
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χάραξ για θέμα χαρακ-
Πηγές
- χαράκτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.