εγχάραγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εγχάραγμα τα εγχαράγματα
      γενική του εγχαράγματος των εγχαραγμάτων
    αιτιατική το εγχάραγμα τα εγχαράγματα
     κλητική εγχάραγμα εγχαράγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγχάραγμα < εγχαράσσω + -μα

Ουσιαστικό

εγχάραγμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.