χαρακώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαρακώνω < χάρακας + -ώνω

Ρήμα

χαρακώνω, πρτ.: χαράκωνα, στ.μέλλ.: θα χαρακώσω, αόρ.: χαράκωσα, παθ.φωνή: χαρακώνομαι, μτχ.π.π.: χαρακωμένος

  1. γεμίζω με παράλληλες ευθείες γραμμές χρησιμοποιώντας χάρακα
  2. κάνω χαρακιές σε κάτι, χαράζω
    χαρακώνουμε τις ελιές πριν τις βάλουμε στο νερό για να ξεπικρίσουν
  3. προκαλώ μια βαθιά τομή στο δέρμα με αιχμηρό όργανο
    τη χτύπησε άσχημα και τη χαράκωσε στο χέρι από ζήλια

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.