τακτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τακτικός | η | τακτική | το | τακτικό |
| γενική | του | τακτικού | της | τακτικής | του | τακτικού |
| αιτιατική | τον | τακτικό | την | τακτική | το | τακτικό |
| κλητική | τακτικέ | τακτική | τακτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τακτικοί | οι | τακτικές | τα | τακτικά |
| γενική | των | τακτικών | των | τακτικών | των | τακτικών |
| αιτιατική | τους | τακτικούς | τις | τακτικές | τα | τακτικά |
| κλητική | τακτικοί | τακτικές | τακτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τακτικός < αρχαία ελληνική τακτικός < τάσσω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ordinaire ή (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική ordentlich)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.ktiˈkos/
Επίθετο
τακτικός, -ή, -ό
- (με σύστημα)
- που του αρέσει η τάξη
- που χαρακτηρίζεται από τάξη και συστηματικότητα
- που αποτελεί μέρος μιας τακτικής
- (σχετικά με το χρόνο)
- που συμβαίνει ανά τακτά προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα
- η τακτική ετήσια γενική συνέλευση του σωματείου
- ※ Ο Παντελής, τακτικός, ανέβαινε κάθε πρωί, και δεν ήξερε τι να κάνει. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
- ≠ αντώνυμα: έκτακτος
- συχνός
- οι τακτικές επισκέψεις του φίλου μας στο γιατρό μάς ανησυχούσαν
- που συμβαίνει ανά τακτά προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα
- (σταθερότητα)
- (γραμματική) τακτικό αριθμητικό: που δηλώνει τη θέση σε μια σειρά
- δείτε και απόλυτο αριθμητικό
- ταχτικός (προφορικό)
Παράγωγα
- τακτικά (επίρρημα)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.