συστηματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συστηματικότητα | οι | συστηματικότητες |
| γενική | της | συστηματικότητας | των | συστηματικοτήτων |
| αιτιατική | τη | συστηματικότητα | τις | συστηματικότητες |
| κλητική | συστηματικότητα | συστηματικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συστηματικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συστηματικότητα θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
συστηματικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.