neat

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /niːt/
 

Επίθετο

neat (en)

  1. καθαρός, συμμαζεμένος, τακτοποιημένος, νοικοκυρεμένος
  2. απλός, διευθετημένος με απλό γούστο
  3. καθαρός, χωρίς προσμείξεις
  4. (για ποτά) σκέτος
  5. εύστοχος, επιδέξιος
  6. (οικείο) σένιος, γαμάτος

Πολυλεκτικοί όροι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.