neat
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /niːt/
- ⓘ
Επίθετο
neat (en)
- καθαρός, συμμαζεμένος, τακτοποιημένος, νοικοκυρεμένος
- απλός, διευθετημένος με απλό γούστο
- καθαρός, χωρίς προσμείξεις
- (για ποτά) σκέτος
- εύστοχος, επιδέξιος
- (οικείο) σένιος, γαμάτος
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.