ατακτοποίητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατακτοποίητος η ατακτοποίητη το ατακτοποίητο
      γενική του ατακτοποίητου της ατακτοποίητης του ατακτοποίητου
    αιτιατική τον ατακτοποίητο την ατακτοποίητη το ατακτοποίητο
     κλητική ατακτοποίητε ατακτοποίητη ατακτοποίητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατακτοποίητοι οι ατακτοποίητες τα ατακτοποίητα
      γενική των ατακτοποίητων των ατακτοποίητων των ατακτοποίητων
    αιτιατική τους ατακτοποίητους τις ατακτοποίητες τα ατακτοποίητα
     κλητική ατακτοποίητοι ατακτοποίητες ατακτοποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατακτοποίητος < α- στερητικό + τακτοποιώ

Επίθετο

ατακτοποίητος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπο) που δεν έχει τακτοποιηθεί ακόμα σε κάποια θέση
  2. ακατάστατος, ασυγύριστος
    πρέπει να γίνουν πολλές δουλειές στο σπίτι, αφού είναι εντελώς ατακτοποίητο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.