επίτακτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίτακτος η επίτακτη το επίτακτο
      γενική του επίτακτου της επίτακτης του επίτακτου
    αιτιατική τον επίτακτο την επίτακτη το επίτακτο
     κλητική επίτακτε επίτακτη επίτακτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίτακτοι οι επίτακτες τα επίτακτα
      γενική των επίτακτων των επίτακτων των επίτακτων
    αιτιατική τους επίτακτους τις επίτακτες τα επίτακτα
     κλητική επίτακτοι επίτακτες επίτακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επίτακτος < αρχαία ελληνική ἐπίτακτος

Επίθετο

επίτακτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.