υποτακτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποτακτικός | η | υποτακτική | το | υποτακτικό |
| γενική | του | υποτακτικού | της | υποτακτικής | του | υποτακτικού |
| αιτιατική | τον | υποτακτικό | την | υποτακτική | το | υποτακτικό |
| κλητική | υποτακτικέ | υποτακτική | υποτακτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποτακτικοί | οι | υποτακτικές | τα | υποτακτικά |
| γενική | των | υποτακτικών | των | υποτακτικών | των | υποτακτικών |
| αιτιατική | τους | υποτακτικούς | τις | υποτακτικές | τα | υποτακτικά |
| κλητική | υποτακτικοί | υποτακτικές | υποτακτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υποτακτικός < αρχαία ελληνική ὑποτακτικός < ὑποτάσσω < τάσσω
Επίθετο
υποτακτικός -ή -ό
- που έχει υποταχτεί
- (γλωσσολογία) που έχει σχέση με την υπόταξη ή αναφέρεται σ' αυτή
- υποτακτική σύνδεση
Ουσιαστικό
υποτακτικός αρσενικό
- (θρησκεία) στην μοναχική γλώσσα, ο ακόλουθος, το πνευματικοπαίδι ενός σε μεγαλύτερη ηλικία και εμπειρία μοναχού
Μεταφράσεις
υποτακτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.