προστακτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προστακτικός | η | προστακτική | το | προστακτικό |
| γενική | του | προστακτικού | της | προστακτικής | του | προστακτικού |
| αιτιατική | τον | προστακτικό | την | προστακτική | το | προστακτικό |
| κλητική | προστακτικέ | προστακτική | προστακτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προστακτικοί | οι | προστακτικές | τα | προστακτικά |
| γενική | των | προστακτικών | των | προστακτικών | των | προστακτικών |
| αιτιατική | τους | προστακτικούς | τις | προστακτικές | τα | προστακτικά |
| κλητική | προστακτικοί | προστακτικές | προστακτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προστακτικός < αρχαία ελληνική προστακτικός < προστάσσω / προστάττω < πρός + τάσσω / τάττω
Επίθετο
προστακτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με προσταγή, αναφέρεται σ’ αυτή ή την εκφράζει
- (ουσιαστικοποιημένο) προστακτική
Συγγενικά
- προστακτικά
- προστακτική
- προστακτικώς
- → δείτε τη λέξη προστάζω
Μεταφράσεις
προστακτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.