ακατάστατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακατάστατος | η | ακατάστατη | το | ακατάστατο |
| γενική | του | ακατάστατου | της | ακατάστατης | του | ακατάστατου |
| αιτιατική | τον | ακατάστατο | την | ακατάστατη | το | ακατάστατο |
| κλητική | ακατάστατε | ακατάστατη | ακατάστατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακατάστατοι | οι | ακατάστατες | τα | ακατάστατα |
| γενική | των | ακατάστατων | των | ακατάστατων | των | ακατάστατων |
| αιτιατική | τους | ακατάστατους | τις | ακατάστατες | τα | ακατάστατα |
| κλητική | ακατάστατοι | ακατάστατες | ακατάστατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακατάστατος < αρχαία ελληνική ἀκατάστατος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kaˈta.sta.tos/
Επίθετο
ακατάστατος
- που δε βρίσκεται σε τάξη, ο ατακτοποίητος
- Το δωμάτιο του Αντρέα είναι ακατάστατο. Πρέπει, επιτέλους, να το τακτοποιήσειˈ'
- ≠ αντώνυμα: τακτοποιημένος
- (για ανθρώπους) που δε συνηθίζει να βάζει σε τάξη, να τακτοποιεί τα πράγματά του ή ό,τι υπάρχει στους χώρους όπου ζει
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ακατάστατος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.