παρατακτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρατακτικός | η | παρατακτική | το | παρατακτικό |
| γενική | του | παρατακτικού | της | παρατακτικής | του | παρατακτικού |
| αιτιατική | τον | παρατακτικό | την | παρατακτική | το | παρατακτικό |
| κλητική | παρατακτικέ | παρατακτική | παρατακτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρατακτικοί | οι | παρατακτικές | τα | παρατακτικά |
| γενική | των | παρατακτικών | των | παρατακτικών | των | παρατακτικών |
| αιτιατική | τους | παρατακτικούς | τις | παρατακτικές | τα | παρατακτικά |
| κλητική | παρατακτικοί | παρατακτικές | παρατακτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρατακτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική paratacticus[1] < αρχαία ελληνική παρατάσσω < παρά + τάσσω
Πολυλεκτικοί όροι
- παρατακτική σύνδεση: (γραμματική) σύνδεση ισοδύναμων προτάσεων (κύρια με κύρια ή δευτερεύουσα με δευτερεύουσα) μεταξύ τους
- παρατακτικός σύνδεσμος: (γραμματική) σύνδεσμος που συνδέει παρατακτικά τις προτάσεις ή όρους της πρότασης (υποκείμενα, αντικείμενα κ.λπ.)
- ≠ αντώνυμα: υποτακτικός σύνδεσμος
- Υπώνυμα: συμπλεκτικός, αντιθετικός, διαζευκτικός
Συγγενικά
- παρατακτικά
- παρατακτικώς
- → δείτε τις λέξεις παρατάσσω, παρά και τάσσω
Μεταφράσεις
- παρατακτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.