μπουσουλώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπουσουλώ < αρωμουνική αμπουσιλάρε / abušiláre=«τὸ βαίνειν τετραποδητί»[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /bu.suˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐σου‐λώ
Συγγενικά
Μεταφράσεις
- Νικολαΐδης Κωνσταντίνος, Ετυμολογικόν λεξικόν της Κουτσοβλαχικής γλώσσης, εκδ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1909, σελ. 36–37, λήμματα αμπουσιλάρε, αμπουσιλάτου, αμπουσιλέτζου.
- Μεγάλο Ηλεκτρονικό Λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας–Πατάκη (ΜΗΛΝΕΓ–Π), λήμμα μπουσουλώ.
- μπουσουλώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- μπουσουλώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ①bušulunda - Cunia, Tiberiu (2008) Dictsiunar a limbãljei armãneascã (Λεξικό της αρωμουνικής γλώσσας) αρωμουνικά, με μεταφράσεις στα αγγλικά, γαλλικά και ρουμανικά, έκδοση:2010. Στο DiXi online από το 2014.
②Vladimir Orel, Albanian Etymological Dictionary, εκδ. Brill, Λέιντεν–Βοστώνη 1998, ISBN 978-90-04-11024-3, σελ. xlii + 670.
③Stuart Mann, An historical Albanian-English dictionary, εκδ. Longmans, Green, and co., Λονδίνο 1948, τ. αʹ (A–M), σελ. 302, τ. βʹ (N–Z), σελ. 306. - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.