τεσσερισήμισι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τεσσερισήμισι < λείπει η ετυμολογία

Αριθμητικό

τεσσερισήμισι

  • αυτό που είναι ανάμεσα στο τέσσερα και στο πέντε. Συνήθως χρησιμοποιείται για την ώρα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.