τεσσάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τεσσάρι | τα | τεσσάρια |
| γενική | του | τεσσαριού | των | τεσσαριών |
| αιτιατική | το | τεσσάρι | τα | τεσσάρια |
| κλητική | τεσσάρι | τεσσάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

τα τέσσερα τεσσάρια μιας τράπουλας
.jpg.webp)
το τεσσάρι μιας ομάδας μπάσκετ
Ουσιαστικό
τεσσάρι ουδέτερο
- το ψηφίο τέσσερα
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελείται από τέσσερα ομοειδή αντικείμενα
- διαμέρισμα με τέσσερα κύρια δωμάτια
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελεί τυποποιημένο μέγεθος 4
- το τραπουλόχαρτο με τον αριθμό 4
- βαθμός σε εξετάσεις
- (αθλητισμός) ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται στην κεντροαμυντική θέση της σύνθεσης
- (αθλητισμός) παίκτης που αγωνίζεται με τον αριθμό 4 σε μια ομάδα
Συγγενικά
- τεσσάρα
- τεσσαράκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.