ορίγια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ορίγια < ενδώνυμο γλώσσας: ଓଡ଼ିଆ (προφορά: /oria/) που μεταγράφτηκε Odia ή παλαιότερα Oriya

Ουσιαστικό

ορίγια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

Σημειώσεις

  • κωδικός γλώσσας: or

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.