συρματόσκοινο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συρματόσκοινο | τα | συρματόσκοινα |
| γενική | του | συρματόσκοινου | των | συρματόσκοινων |
| αιτιατική | το | συρματόσκοινο | τα | συρματόσκοινα |
| κλητική | συρματόσκοινο | συρματόσκοινα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συρματόσκοινο < συρματόσχοινο με προσαρμογή στη δημοτική [sx] < [sk] < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συρματόσχοινον < σύρμα, συρματ- + -ό- + σχοιν(ίον) + -ο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική wire rope ή από τη γερμανική Drahtseil [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /siɾ.maˈto.sci.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συρ‐μα‐τό‐σκοι‐νο
Ουσιαστικό
συρματόσκοινο ουδέτερο
- γερό σκοινί από σύρμα ή μεταλλικές ίνες για την ανύψωση μεγάλων βαρών
- άλλες μορφές: συρματόσχοινο (λογιότερο)
Αναφορές
- συρματόσκοινο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.