σκοινάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκοινάς οι σκοινάδες
      γενική του σκοινά των σκοινάδων
    αιτιατική τον σκοινά τους σκοινάδες
     κλητική σκοινά σκοινάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκοινάς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σκοινάς αρσενικό

  • (επάγγελμα) λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.