κανναβόσκοινο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανναβόσκοινο τα κανναβόσκοινα
      γενική του κανναβόσκοινου των κανναβόσκοινων
    αιτιατική το κανναβόσκοινο τα κανναβόσκοινα
     κλητική κανναβόσκοινο κανναβόσκοινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κανναβόσκοινο < καννάβι + -ο- + σκοινί + -ο

Ουσιαστικό

κανναβόσκοινο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.