σχοινοβασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σχοινοβασία | οι | σχοινοβασίες |
| γενική | της | σχοινοβασίας | των | σχοινοβασιών |
| αιτιατική | τη | σχοινοβασία | τις | σχοινοβασίες |
| κλητική | σχοινοβασία | σχοινοβασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σχοινοβασία θηλυκό
- το περπάτημα πάνω σε τεντωμένο σχοινί ως ακροβατική παράσταση
- (μεταφορικά) η ριψοκίνδυνη ενέργεια
- οι οικονομικές σχοινοβασίες τον κατέστρεψαν
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.