σχοινοβασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχοινοβασία οι σχοινοβασίες
      γενική της σχοινοβασίας των σχοινοβασιών
    αιτιατική τη σχοινοβασία τις σχοινοβασίες
     κλητική σχοινοβασία σχοινοβασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχοινοβασία < σχοιν(ί) + -ο- + -βασία (< βαίνω, «προχωρώ»)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

σχοινοβασία θηλυκό

  1. το περπάτημα πάνω σε τεντωμένο σχοινί ως ακροβατική παράσταση
  2. (μεταφορικά) η ριψοκίνδυνη ενέργεια
    οι οικονομικές σχοινοβασίες τον κατέστρεψαν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.