σχοίνινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σχοίνινος | η | σχοίνινη | το | σχοίνινο |
| γενική | του | σχοίνινου | της | σχοίνινης | του | σχοίνινου |
| αιτιατική | τον | σχοίνινο | τη | σχοίνινη | το | σχοίνινο |
| κλητική | σχοίνινε | σχοίνινη | σχοίνινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σχοίνινοι | οι | σχοίνινες | τα | σχοίνινα |
| γενική | των | σχοίνινων | των | σχοίνινων | των | σχοίνινων |
| αιτιατική | τους | σχοίνινους | τις | σχοίνινες | τα | σχοίνινα |
| κλητική | σχοίνινοι | σχοίνινες | σχοίνινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σχοίνινος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
σχοίνινος, -η, -ο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σχοίνινος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.