τραβάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τραβάω < τραβ(ώ) + επίθημα -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τραβῶ < τραβίζω < ταυρίζω < αρχαία ελληνική ταῦρος[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *táwros
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾaˈva.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρα‐βά‐ω
Ρήμα
τραβάω/τραβώ, πρτ.: τραβούσα, στ.μέλλ.: θα τραβήξω, αόρ.: τράβηξα, παθ.φωνή: τραβιέμαι, μτχ.π.π.: τραβηγμένος
- (μεταβατικό) προσπαθώ να μετακινήσω κάτι προς το μέρος μου ασκώντας δύναμη είτε εξ επαφής είτε μέσω ενός σχοινιού, αλυσίδας κ.λπ
- (μεταβατικό) υποφέρω
- ↪ έχω τραβήξει των παθών μου τον τάραχο μ' αυτό το παιδί
- (αμετάβατο) πηγαίνω
- ↪ άντε, τράβα τώρα... (άντε, πήγαινε τώρα...)
- (μεταβατικό) (αναφερόμενο σε υγρά) απορροφώ
- (συνεκδοχικά) (αμετάβατο) (για υγρά) μειώνεται η υγρασία μου, αυξάνεται η πυκνότητά μου, στεγνώνω
Εκφράσεις
- του τραβάω ένα ξύλο, του τραβάω ένα γερό χέρι ξύλο → δείτε την έκφραση: σπάω στο ξύλο
- τι τραβώ, ο έρμος...
- τραβάω το μαλλί (κάποιου)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τραβάω - τραβώ | τραβούσα - τράβαγα | θα τραβάω - τραβώ | να τραβάω - τραβώ | τραβώντας | |
| β' ενικ. | τραβάς | τραβούσες - τράβαγες | θα τραβάς | να τραβάς | τράβα - τράβαγε | |
| γ' ενικ. | τραβάει - τραβά | τραβούσε - τράβαγε | θα τραβάει - τραβά | να τραβάει - τραβά | ||
| α' πληθ. | τραβάμε - τραβούμε | τραβούσαμε - τραβάγαμε | θα τραβάμε - τραβούμε | να τραβάμε - τραβούμε | ||
| β' πληθ. | τραβάτε | τραβούσατε - τραβάγατε | θα τραβάτε | να τραβάτε | τραβάτε | |
| γ' πληθ. | τραβάν(ε) - τραβούν(ε) | τραβούσαν(ε) - τράβαγαν - τραβάγανε | θα τραβάν(ε) - τραβούν(ε) | να τραβάν(ε) - τραβούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τράβηξα | θα τραβήξω | να τραβήξω | τραβήξει | ||
| β' ενικ. | τράβηξες | θα τραβήξεις | να τραβήξεις | τράβηξε, τράβηχ' | ||
| γ' ενικ. | τράβηξε | θα τραβήξει | να τραβήξει | |||
| α' πληθ. | τραβήξαμε | θα τραβήξουμε | να τραβήξουμε | |||
| β' πληθ. | τραβήξατε | θα τραβήξετε | να τραβήξετε | τραβήξτε, τραβήχτε | ||
| γ' πληθ. | τράβηξαν τραβήξαν(ε) |
θα τραβήξουν(ε) | να τραβήξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τραβήξει | είχα τραβήξει | θα έχω τραβήξει | να έχω τραβήξει | ||
| β' ενικ. | έχεις τραβήξει | είχες τραβήξει | θα έχεις τραβήξει | να έχεις τραβήξει | έχε τραβηγμένο | |
| γ' ενικ. | έχει τραβήξει | είχε τραβήξει | θα έχει τραβήξει | να έχει τραβήξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τραβήξει | είχαμε τραβήξει | θα έχουμε τραβήξει | να έχουμε τραβήξει | ||
| β' πληθ. | έχετε τραβήξει | είχατε τραβήξει | θα έχετε τραβήξει | να έχετε τραβήξει | έχετε τραβηγμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν τραβήξει | είχαν τραβήξει | θα έχουν τραβήξει | να έχουν τραβήξει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) τραβηγμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) τραβηγμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) τραβηγμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) τραβηγμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τραβιέμαι | τραβιόμουν(α) | θα τραβιέμαι | να τραβιέμαι | ||
| β' ενικ. | τραβιέσαι | τραβιόσουν(α) | θα τραβιέσαι | να τραβιέσαι | ||
| γ' ενικ. | τραβιέται | τραβιόταν(ε) | θα τραβιέται | να τραβιέται | ||
| α' πληθ. | τραβιόμαστε | τραβιόμαστε τραβιόμασταν |
θα τραβιόμαστε | να τραβιόμαστε | ||
| β' πληθ. | τραβιέστε | τραβιόσαστε τραβιόσασταν |
θα τραβιέστε | να τραβιέστε | τραβιέστε | |
| γ' πληθ. | τραβιούνται | τραβιόνταν(ε) τραβιούνταν τραβιόντουσαν |
θα τραβιούνται | να τραβιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τραβήχτηκα | θα τραβηχτώ | να τραβηχτώ | τραβηχτεί | ||
| β' ενικ. | τραβήχτηκες | θα τραβηχτείς | να τραβηχτείς | τραβήξου | ||
| γ' ενικ. | τραβήχτηκε | θα τραβηχτεί | να τραβηχτεί | |||
| α' πληθ. | τραβηχτήκαμε | θα τραβηχτούμε | να τραβηχτούμε | |||
| β' πληθ. | τραβηχτήκατε | θα τραβηχτείτε | να τραβηχτείτε | τραβηχτείτε | ||
| γ' πληθ. | τραβήχτηκαν τραβηχτήκαν(ε) |
θα τραβηχτούν(ε) | να τραβηχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω τραβηχτεί | είχα τραβηχτεί | θα έχω τραβηχτεί | να έχω τραβηχτεί | τραβηγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις τραβηχτεί | είχες τραβηχτεί | θα έχεις τραβηχτεί | να έχεις τραβηχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει τραβηχτεί | είχε τραβηχτεί | θα έχει τραβηχτεί | να έχει τραβηχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε τραβηχτεί | είχαμε τραβηχτεί | θα έχουμε τραβηχτεί | να έχουμε τραβηχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε τραβηχτεί | είχατε τραβηχτεί | θα έχετε τραβηχτεί | να έχετε τραβηχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν τραβηχτεί | είχαν τραβηχτεί | θα έχουν τραβηχτεί | να έχουν τραβηχτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι τραβηγμένος - είμαστε, είστε, είναι τραβηγμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν τραβηγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν τραβηγμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι τραβηγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι τραβηγμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι τραβηγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι τραβηγμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- τραβάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.