κομποσκοίνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κομποσκοίνι τα κομποσκοίνια
      γενική του κομποσκοινιού των κομποσκοινιών
    αιτιατική το κομποσκοίνι τα κομποσκοίνια
     κλητική κομποσκοίνι κομποσκοίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομποσκοίνι < κόμπος + -ο- + σκοινί +

Προφορά

ΔΦΑ : /kom.boˈsci.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κομποσκοίνι

Ουσιαστικό

κομποσκοίνι ουδέτερο

  1. (θρησκεία) σκοινί με κόμπους με το οποίο ο ορθόδοξος χριστιανός (κυρίως οι μοναχοί) συνοδεύει, μετρώντας με την βοήθεια των κόμπων, τη νοερά ή καρδιακή προσευχή του
      Το κομπολόι ξεκίνησε σαν βοήθημα για προσευχές και φαίνεται ότι το επινόησαν πρώτοι οι Ινδουιστές, από τους οποίους το πήραν οι Βουδιστές και στη συνέχεια οι Μωαμεθανοί. Οι Ορθόδοξοι έχουν το κομποσκοίνι με 33 κόμπους (όσα τα χρόνια του Χριστού και του… Μεγαλέξαντρου). (*)
  2. (θρησκεία) (κατ’ επέκταση) σειρά σχετικών προσευχών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.