καραβόσκοινο

Νέα ελληνικά (el)

Καραβόσχοινα στην κουπαστή ιστιοφόρου
Καράβι δεμένο με οκτάπλοκο καραβόσχοινο από συνθετική ύλη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καραβόσκοινο τα καραβόσκοινα
      γενική του καραβόσκοινου των καραβόσκοινων
    αιτιατική το καραβόσκοινο τα καραβόσκοινα
     κλητική καραβόσκοινο καραβόσκοινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καραβόσκοινο < καράβι + σκοινί

Ουσιαστικό

καραβόσκοινο ουδέτερο

  • σκοινί μεγάλης αντοχής που χρησιμοποιείται στα καράβια

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.