σχοινάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχοινάκι τα σχοινάκια
      γενική
    αιτιατική το σχοινάκι τα σχοινάκια
     κλητική σχοινάκι σχοινάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχοινάκι < σχοινί + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Παιδί παίζει με σχοινάκι.

Ουσιαστικό

σχοινάκι ουδέτερο (και σκοινάκι)

  1. υποκοριστικό του: σχοινί
  2. παιδικό παιχνίδι, ατομικό ή ομαδικό, όπου κάποιος οι κάποιοι πηδάνε πάνω από ένα σχοινί που γυρίζει ο ίδιος ή δύο άλλα παιδιά
  3. (συνεκδοχικά) το σχοινί που χρησιμοποιούν σε αυτό το παιχνίδι, ή για εκγύμναση, με ή χωρίς ειδικές λαβές στις άκρες

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σχοινί

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.