σχοινάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σχοινάκι | τα | σχοινάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | σχοινάκι | τα | σχοινάκια |
| κλητική | σχοινάκι | σχοινάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σχοινάκι ουδέτερο (και σκοινάκι)
- υποκοριστικό του: σχοινί
- παιδικό παιχνίδι, ατομικό ή ομαδικό, όπου κάποιος οι κάποιοι πηδάνε πάνω από ένα σχοινί που γυρίζει ο ίδιος ή δύο άλλα παιδιά
- (συνεκδοχικά) το σχοινί που χρησιμοποιούν σε αυτό το παιχνίδι, ή για εκγύμναση, με ή χωρίς ειδικές λαβές στις άκρες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
_01.jpg.webp)