σκάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκάκι | τα | σκάκια |
| γενική | του | σκακιού | των | σκακιών |
| αιτιατική | το | σκάκι | τα | σκάκια |
| κλητική | σκάκι | σκάκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια παρτίδα σκακιού.
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈska.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκά‐κι
Ουσιαστικό
σκάκι ουδέτερο
- (σκάκι) επιτραπέζιο παιχνίδι που παίζεται από δύο παίκτες πάνω σε μία επιφάνεια 8Χ8 τετραγώνων άσπρων και μαύρων εναλλάξ· κάθε παίκτης έχει 16 πιόνια και νικητής είναι αυτός που θα απειλήσει τον αντίπαλο βασιλιά σε θέση τέτοια ώστε να μην μπορεί να αποφύγει την αιχμαλωσία (ρουά-ματ)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- σκακιστής
- σκακιστικός
- σκακίστρια
- σκακιέρα
- → και δείτε τη λέξη τσεκ
- Κατηγορία:Σκάκι στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Σκάκι (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
-
σκάκι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σκάκι
|
Αναφορές
- σκάκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.