σκακιέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκακιέρα | οι | σκακιέρες |
| γενική | της | σκακιέρας | — | |
| αιτιατική | τη | σκακιέρα | τις | σκακιέρες |
| κλητική | σκακιέρα | σκακιέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια σκακιέρα.
Ετυμολογία
σκακιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική scacchiera.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε σκάκ(ι) + -ιέρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /skaˈce.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐κιέ‐ρα
Ουσιαστικό
σκακιέρα θηλυκό
-
σκακιέρα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- σκακιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.