σκακιέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκακιέρα οι σκακιέρες
      γενική της σκακιέρας
    αιτιατική τη σκακιέρα τις σκακιέρες
     κλητική σκακιέρα σκακιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια σκακιέρα.

Ετυμολογία

σκακιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική scacchiera.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε σκάκ(ι) + -ιέρα

Προφορά

ΔΦΑ : /skaˈce.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκακιέρα

Ουσιαστικό

σκακιέρα θηλυκό

  1. η επιφάνεια πάνω στην οποία παίζεται το σκάκι· είναι χωρισμένη σε 8Χ8 τετράγωνα, χρωματισμένα εναλλάξ με ανοιχτό και σκούρο χρώμα
  2. (μεταφορικά) πεδίο αντιπαράθεσης
      «Ματ» της Ουάσιγκτον στη σκακιέρα των αγωγών φυσικού αερίου στα Βαλκάνια (τίτλος άρθρου από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 31 Ιουλίου 2010)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.