σάχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σάχης | οι | σάχηδες |
| γενική | του | σάχη | των | σάχηδων |
| αιτιατική | τον | σάχη | τους | σάχηδες |
| κλητική | σάχη | σάχηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σάχης < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σάχης < περσική شاه (shāh, βασιλιάς) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsa.çis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σά‐χης
-
σάχης στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- σάχης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.