szachy
Πολωνικά
(pl)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈʃaxɨ
/
ⓘ
Ουσιαστικό
szachy
(pl)
μη αρρενοπροσωπικό, μόνο στον πληθυντικό
(
παιχνίδι
)
το
σκάκι
Συγγενικά
szach
szachista
szachownica
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
szachy
(pl)
szach
στην ονομαστική και την αιτιατική του πληθυντικού
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.