ρουά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρουά < (λόγιο δάνειο) γαλλική roi

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾuˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρουά

Ουσιαστικό

ρουά ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

  • μπλε ρουά (χρώμα)
  • ρουά ματ (σκάκι)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.