ματ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- ματ < (άμεσο δάνειο) γαλλική mat (προφορά /ma/) με προφορά /mat/ με απώτερη αρχή μετοχή από τη λατινική madeo (είμαι βρεγμένος, μεθώ) στην οποία δόθηκε σημασία "είμα θολός από το μεθύσι", και μετά, "μη στιλπνός"[1]
Επίθετο
ματ άκλιτο
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2

Τα λευκά κάνουν ματ.
Ουσιαστικό
ματ ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα
- σαχ
- ρουά ματ
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.