σκακιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκακιστικός | η | σκακιστική | το | σκακιστικό |
| γενική | του | σκακιστικού | της | σκακιστικής | του | σκακιστικού |
| αιτιατική | τον | σκακιστικό | τη | σκακιστική | το | σκακιστικό |
| κλητική | σκακιστικέ | σκακιστική | σκακιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκακιστικοί | οι | σκακιστικές | τα | σκακιστικά |
| γενική | των | σκακιστικών | των | σκακιστικών | των | σκακιστικών |
| αιτιατική | τους | σκακιστικούς | τις | σκακιστικές | τα | σκακιστικά |
| κλητική | σκακιστικοί | σκακιστικές | σκακιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.