σκακίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκακίστρια οι σκακίστριες
      γενική της σκακίστριας των σκακιστριών
    αιτιατική τη σκακίστρια τις σκακίστριες
     κλητική σκακίστρια σκακίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκακίστρια < σκακιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

σκακίστρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  σκακιστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.