scacco

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

scacco < (άμεσο δάνειο) αραβική شاه (shah) < περσική شاه (shah, βασιλιάς)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈskak.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: scàcco

Ουσιαστικό

scacco (it) αρσενικό (πληθυντικός scacchi)

  1. (σκάκι)
    1. πιόνι σκακιού
    2. η σκακιέρα
    3.  δείτε και τον πληθυντικό scacchi
  2. το τσεκ

Πολυλεκτικοί όροι

  • scaccomatto

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.